- προσχηματιστικός
- -ή, -ό, Ν [προσχηματίζω]1. ο σχετικός με τον προσχηματισμό2. φρ. «προσχηματιστική μεμβράνηβιολ. βασική μεμβράνη η οποία κατά τη διάρκεια τού εμβρυϊκού σχηματισμού τών δοντιών διαχωρίζει το όργανο τής αδαμαντίνης και τις οδοντοβλαστικές προεκτάσεις που υπάρχουν στην οδοντίνη.
Dictionary of Greek. 2013.